- αεξίτροφος
- ἀεξίτροφος, -ον (Α)αυτός που ευνοεί την αύξηση, την ανάπτυξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι-* + -τροφός < τρέφω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀεξιτρόφοισιν — ἀεξίτροφος fostering growth masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεξι- — ἀεξι (Α) [ἀέξω] α συνθ. ποιητικών κυρίως λέξεων τής Αρχαίας, όπως ἀεξίβιος, ἀεξίγυιος ἀεξίκακος, ἀεξίκερως, ἀεξίνους, ἀεξίτοκος, ἀεξίτροφος, ἀεξίφυλλος, ἀεξίφυτος κ.λπ., στις οποίες προσδίδει την έννοια αυξήσεως, ενισχύσεως … Dictionary of Greek